-
1 υστέρω
ὕστερονthe afterbirth: neut nom /voc /acc dualὕστερονthe afterbirth: neut gen sg (doric aeolic)ὕστεροςlatter: masc /neut nom /voc /acc dualὕστεροςlatter: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————ὕστερονthe afterbirth: neut dat sgὕστεροςlatter: masc /neut dat sg -
2 ὑστέρω
-
3 υστερω
adv. позже, после Diog.L. -
4 υστερώ
ὑστερέωto be behind: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ὑστερέωto be behind: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
5 ὑστερῶ
ὑστερέωto be behind: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ὑστερέωto be behind: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
6 ὑστέρω
ὑστέρω, hintennach, zu spät -
7 ὑστέρω
Βλ. λ. υστέρω -
8 ὑστέρῳ
Βλ. λ. υστέρω -
9 υστερώ
-
10 ὑστερῶ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑστερῶ
-
11 υστερώ
[истэро] ρ отставать, запаздывать, отставать, бьггь отсталым (в чем-либо). -
12 υστερώ
geride kalmak -
13 υστερος
I3[compar. без posit.]1) следующий или находящийся позади2) второй(ὅ ὕ. λόχος καὴ ὅ τρίτος Xen.)
Ἀναλυτικὰ πρότερα καὴ ὕστερα «Аналитика первая и вторая» ( название сочинения Аристотеля);Διονύσιος ὅ ὕ. Arst. — Дионисий Второй (Младший)3) отстающий, опаздывающийοὐδὲν ὕ. νεώς Aesch. — ни на шаг не отставая от корабля:
ὑστέρῳ ποδί Eur. — медленным шагом;μῶν ὕστεραι πάρεσμεν ; Arph. — разве мы опоздали?4) следующий (во времени), ближайшийτῷ ὑστέρῳ ἔτει Xen. — в следующем году;
ὕ. ἐμοῦ Arph. — после (позднее) меня;ὑστέρῳ χρόνῳ τούτων Her. — после этого;ὕ. ὤρνυτο χαλκῷ Hom. — затем ринулся с мечом (Патрокл);κακῶν ὕ. ἀφῖγμαι ; Eur. — разве я пришел, когда несчастье уже случилось?5) уступающий (в чём-л), низшийγένει ὕ. Hom. — младший;
οὐδενὸς ὕ. τινι Thuc. — никому не уступающий в чем-л.;γυναικὸς ὕ. Soph. — слабее женщины;πάντα ὕστερα εἶναι τἆλλα πρός τι νομίζειν Thuc. — считать все остальное второстепенным по сравнению с чем-л.;ὕστερον αὑτὸν τοῦ νόμου τιθέναι Plut. — подчиняться закону - см. тж. ὕστερα, ὑστέρα и ὕστερονIIὅ (преимущ. pl.) потомок Eur., Plat. etc. -
14 ὕστερος
ὕστερος (verwandt mit ὑπό, ὕψος, superl. ὕστατος), Letzterer, hinterherkommend, darauf folgend; Il. 5, 17; für δεύτερος, 16, 479; ὑστέρας δ' ἔχων πώλους Soph. El. 724; gew. von der Zeit, hinterher, später, auch zu spät, τινός, Il. 16, 333; ὑστέρῳ χρόνῳ Pind. P. 4, 56; Aesch. Ag. 686 u. sonst; Her. 1, 130. 3, 149; ὑστέρῳ χρόνῳ τουτέων, später als diese, 4, 166. 5, 32. 9, 83; ἡ ὑστέρη Ὀλυμπιάς, die nächst folgende Olympiade, 6, 103; ἐξ ὑστέρο υ, hinterdrein, nochmals, auch ἐξ ὑστέρης, 5, 106. 6, 85; λόγος, die zweite Rede vor Gericht, Antiph. 6, 14. – Bei den Aerzten τὰ ὕστερα, die Nachgeburt; auch Arist. H. A. 7, 9. – Ὕστερον, adverbial, Her. 6, 140. 9, 150; Tragg.; Ar. ὕστερον τοῠ δέοντος ἅπαντα δρᾶν, Lys. 57; ὕστερον ἐλϑεῖν τοῦ σημείου Vesp. 690; in Prosa: ὕστερον δὲ τούτων Is. 1, 11; ὕστερον ἔτι τουτέων Her. 9, 83; auch ὕστερα, Od. 16, 319; ἐς ὕστερον, 12, 126; Hes. O. 353; Her. 5, 41; – ὕστεροι ἀφίκοντο τῆς ἐν Μαραϑῶνι μάχης γενομένης μιᾷ ἡμέρᾳ Plat. Legg. III, 698 e; οἱ δ' ἄλλοι ὕστεροι ἡμῶν ᾔεσαν, gingen hinter uns, Lys. 206 e; ἡμέραις ὕστερον τρισὶ τῆς ἀναζυγῆς Pol. 3, 49, 1; auch ὕστερον ἢ αὐτοὺς οἰκῆσαι, Thuc. 6, 4. – Uebrtr., nachstehend, geringer, schwächer, unterliegend, γυναικὸς ὕστερος, einem Weibe unterliegend, Soph. Ant. 742; πρωτογόνων ἴσως ἀνδρῶν οὐδενὸς ὕστερος Phil. 181, vgl. 1351; Sp.
-
15 υστέρωι
-
16 ὑστέρωι
-
17 ὕστερος
ὕστερος, ὕστᾰτοςa comp., laterμελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.5
“ χρόνῳ ὑστέρῳ” (Er. Schmid: δ' ὑστέρῳ codd.) P. 4.56ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.17
b superl., last καὶ κεῖνος (= Αὐγέας) ἀβουλίᾰ ὕστατος ἁλώσιος ἀντάσαις θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν (i. e. after Herakles had already slain Kteatos and Eurytos) O. 10.41 -
18 ὕστατος
ὕστερος, ὕστᾰτοςa comp., laterμελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.5
“ χρόνῳ ὑστέρῳ” (Er. Schmid: δ' ὑστέρῳ codd.) P. 4.56ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.17
b superl., last καὶ κεῖνος (= Αὐγέας) ἀβουλίᾰ ὕστατος ἁλώσιος ἀντάσαις θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν (i. e. after Herakles had already slain Kteatos and Eurytos) O. 10.41 -
19 ὕστερος
A latter, last, [comp] Comp. and [comp] Sup. without any Posit. Adj. in use. (The Posit. must be looked for in Skt. úd 'up'; with ὕστερος, ὕστατος cf. Skt. [comp] Comp. and [comp] Sup. úttaras, uttamás 'higher, (later)', 'highest, (latest)'; cf. ὑστέρα.)A [full] ὕστερος, α, ον, latter:I of Place, coming after, behind,ὑστέρῳ ποδί E.Hipp. 1243
, HF 1040; ὑστέρας ἔχων πώλους keeping them behind, S.El. 734;ὕ. λόχος X.Cyr.2.3.21
;ἐν τῷ ὑ. λόγῳ Antipho 6.14
, cf. Pi.O.11(10).5, Pl.Grg. 503c, etc.; τὰ ὕ. the latter clauses, Plu.2.742d (s. v. l., δεύτερα Turnebus): c. gen., ὕστεροι ἡμῶν behind us, Pl.Ly. 206e, cf. Th.3.103; οὐδὲν ὑστέρα νεώς not a whit behind ( slower than) a ship, A.Eu. 251.II of Time, next,ὁ δ' ὕστερος ὄρνυτο χαλκῷ Il.5.17
, 16.479; τῷ ὑ. ἔτει in the next year, X HG7.2.10;τῇ ὑ. Ὀλυμπιάδι Hdt.6.103
; ὑ. χρόνῳ in after time, Id.1.130, A.Ag. 702 (lyr.), etc.;ἐν ὑ. χρόνοις Pl.Lg. 865a
;ἐν ὑστέραισιν ἡμέραις A.Ag. 1666
(troch.); δεκάτῃ ὑ. or ὑ. δεκάτῃ, on the [ per.] 21st day, Decr. ap. D.L.7.10, cf. Longin.Rh. p.192 H.: c. gen., later than, after,σεῦ ὕστερος εἶμ' ὑπὸ γαῖαν Il.18.333
, cf. Ar.Ec. 859, Pl.Phd. 87c, al.:ὑ. χρόνῳ τούτων Hdt.4.166
, 5.32, cf. Th.2.54.2 later, too late,ὕ. ἐλθών Il.18.320
;κἂν ὕ. ἔλθῃ Ar.V. 691
(anap.);μῶν ὕστεραι πάρεσμεν; Id.Lys.69
;ὑ. ἀφικνεῖσθαι Th.4.90
; ὕ. (sc. ἐλθών) S.OT 222, Tr.92;Διονύσιος ὁ ὕ. D.
the second, Arist.Pol. 1312a4.3 c. gen. rei, too late for,ὕστεροι ἀπικόμενοι τῆς συμβολῆς Hdt.6.120
;ὕ. ἐλθεῖν τοῦ σημείου Ar.V. 690
(anap.);κακῶν ὕ. ἀφῖγμαι E.HF 1174
;ὕ. ἀφίκοντο τῆς μάχης μιᾷ ἡμέρᾳ Pl.Lg. 698e
.III of inferiority in Age, Worth, or Quality, γένει ὕ., i.e. younger, Il.3.215; c. gen., οὐδενὸς ὕ. second to none, S.Ph. 181(lyr.), cf. Th.1.91;γυναικὸς ὕ. S. Ant. 746
; μηδ' ἔμπροσθεν τῶν νόμων, ἀλλ' ὕ. πολιτεύου not putting yourself above the laws, but below them, Aeschin.3.23; σῶμα δεύτερον καὶ ὕ (sc. ψυχῆς) Pl.Lg. 896c; νομίσας πάντα ὕστερα εἶναι τἆλλα πρός τι that all things were secondary to.., Th.8.41.2 logically posterior,ὁ τόπος ὕ. τῆς ὕλης Plot.2.4.12
.IV Adv. ὑστέρως is found only in Eccl. writers, the ascription to Plato by Ammon. Diff.p.115V., Thom.Mag.p.284 R. being now corrected from Ptol. Ascal.p.405 H., where codd. have δευτέρως: the neut. ὕστερον was used, rarely of Place, behind,ὀπαδεῖν ὕ. A.Fr. 475
;ὕ. τῶν ἱππέων γίγνεσθαι X.Cyr.5.3.42
.2 of Time, later, afterwards, parm.8.10, Hdt.6.91, etc.; also τὸ ὕ., opp. τὸ παλαιόν, Lycurg.61;ὕστερα Od.16.319
; freq. with other words,ὕ. αὖτις Il.1.27
;οὔποτ' αὖθις ὕ. S.Aj. 858
; ἔπειτα δ' ὕ., after μέν, Antiph.270;εἶτα.. ὕ. Id.53.4
; χρόνῳ ὕ. πολλῷ a long time after, Hdt.1.171; ὕ. χρόνῳ or χρόνῳ ὕ. some time later, Th.1.8,64;χρόνοις ὕ. Lys.3.39
;βραχεῖ χρόνῳ ὕ. X.Cyr.5.3.52
;οὐ πολλαῖς ἡμέραις ὕ. Id.HG1.1.1
; ὀλίγῳ orὀλίγον ὕ. Pl.R. 327c
, Grg. 471c;πολλῷ ὕ. Th.2.49
, Pl.Phd. 58a;οἱ ἄνθρωποι οἱ ὕ.
posterity,Id.
R. 415d; τὰ ὕ. γράμματα the later inscriptions, Id.Chrm. 165a.b c. gen.,ὕ. τούτων Hdt.1.113
, etc.;ὕ. ἔτι τούτων Id.9.83
; τῆς ἐμεωυτοῦ γνώμης ὕ. after my own opinion was formed, Id.2.18; τοῦ δέοντος ὕ. later than ought to be, Ar.Lys.57: c. dat. et gen.,ἔτεσι πολλοῖσι ὕ. τούτων Hdt.6.140
, cf. 1.91;πολλῷ ὕ. τῶν Τρωϊκῶν Th.1.3
, cf. Isoc. 19.22: folld. byἤ, τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ ὕ... ἢ ποτείδαια ἀπέστη Th. 1.60
, cf. 6.4.3 in Adv. sense with Preps.,ἐς ὕστερον Od.12.126
, Hes.Op. 351, Hdt.5.41,74, S.Ant. 1194, E.IA 720, Pl.Ti. 82b, etc.:ἐν ὑστέρῳ Th.3.13
, 8.27:ἐξ ὑστέρου D.S.14.109
, D.H.4.73; alsoἐξ ὑστέρης Hdt.1.108
, 5.106, 6.85.B [full] ὕστᾰτος, η, ον, last:I of Place,ἅμα θ' οἱ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι Il.2.281
; εὐθυντὴρ ὕστατος νεώς hindmost, of a rudder, A. Supp. 717;ἡμῖν τοῖς ὑ. κατακειμενοις Pl.Smp. 177e
.II of Time,τίνα πρῶτον, τίνα δ' ὕ. ἐξενάριξεν; Il.11.299
, cf. 5.703, E HF485, etc.;ὁ δ' ὕ. γε.. πρεσβεύεται A.Ag. 1300
; ἡλίου.. πρὸς ὕ. φῶς ib. 1324; τὸν ὕ. μέλψασα γόον ib. 1445;τοὔπος ὕ. θροεῖ S.Aj. 864
; ἡ ὑστάτη (sc. ἡμέρα) τῆς ὁρτῆς the last day of.., Hdt.2.151;ἐν τοῖσιν ὑ. φράσω Ar. Ra. 908
; οὐκ ἐν ὑστάτοις not among the last, E. Ion 1115;οἱ ὕστατοι εἰπόντες D.1.16
, etc.; ὕστατος ἁλώσιος ἀντάσαις meeting with his downfall at last, Pi.O.10(11).41.III of Rank or Degree,οὐκ ἐν ὑστάτοις S.Tr. 315
; τὰ ὕ. πάσχειν, like τὰ ἔσχατα, Luc.Phal.1.5.IV for regul. Adv. ὑστάτως (which occurs only in Hippiatr. 20), the neut. sg. and pl. are used,πύματόν τε καὶ ὕστατον Od.20.116
;ὕστατα καὶ πύματα 4.685
, 20.13;νῦν ὕστατα Il.1.232
, Od.22.78;ὕστατα ὁρμηθέντες Hdt.8.43
;καὶ πρῶτον καὶ ὕ. Pl.Mx. 247a
; ὕ. δή σε προσεροῦσι, τὸ ὕ. προσειπεῖν, Id.Phd. 60a, Luc.VH1.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕστερος
-
20 λείπω
λείπω (vgl. auch λιμπάνω), fut. λείψω, aor. ἔλιπον, λιπεῖν, – ἔλειψα nur bei Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 713; B. A. 106 aus Arist. citirt, – perf. λέλοιπα, λέλειμμαι, ἔλειπτο, Ap. Rh. 1, 45; fut. pass. λελείψομαι, Il. 24, 742; aor. ἐλείφϑην ( linquo), ( λίπεν für ἐλίπησαν stand sonst Il. 16, 507, Bekk. richtig λίπον); – lassen, zurücklassen; οὐδέ τι λεῖπε βαϑείης ἔκτοσϑεν αὐλῆς Od. 9, 337, παιδὶ τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες 13, 403; bes. von Sterbenden, hinterlassen, Ἀτρεὺς δὲ ϑνήσκων ἔλιπε πολύαρνι Θυέστῃ (σκῆπτρον) Il. 2, 107, πατέρι δὲ γόον καὶ κήδεα λυγρὰ λεῖπε 5, 157; so bei folgdn Dichtern, παῖδα ὀρφανόν Soph. Ai. 638; u. in Prosa, ἐὰν ἄῤῥενας μὴ λείπῃ Plat. Legg. XI, 923 e; ϑυγατέρας 924 e u. sonst; – verlassen, ἐπειδὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν Il. 1, 235, ὅτε πρῶτον λίπον Ἑλλάδα 9, 447; u. so Pind. λιπὼν νᾶσον, P. 4, 7; Tragg., πῶς πατρῷα δώματα λιπεῖν ἔτλητε Aesch. Suppl. 322; λεῖφ' ἕδρανα 832; τὴν αὑτοῦ φύσιν Soph. Phil. 891; in Prosa häufig; – bes. von Sterbenden, λείπειν φάος ἠελίοιο, Il. 18, 11, u. umgekehrt, τὸν δ' ἔλιπε ψυχή, τὸν μὲν λίπε ϑυμός, 4, 470. 5, 696; u. so Tragg., βίον λελοιπώς Soph. El. 1435; ἐν ἁλὶ κύμασί τε λέλοιπε βίοτον Eur. Hel. 226; ὑπό τινος, d. i. von Einem getödtet werden, Plat. Legg. IX, 872 e. – Auch von Dingen, τὸν οὔποτε κύματα λείπει Il. 2, 396. – Im Stich lassen, in der Gefahr verlassen, Il. 16, 368; φυγῇ τὴν πόλιν Plat. Legg. VI, 770 e; τὴν τάξιν Apol. 29 a; u. so Dem. u. A. – Aehnl. τὴν μαρτυρίαν, d. i. das Zeugniß nicht ablegen, welches man hat ablegen wollen, Dem. 49, 19; ἔλιπε τὸν ὅρκον καὶ οὐκ ὤμοσεν 59, 60. – Aus Vrbdgn wie λίπον ἰοὶ ἄνακτα, Od. 22, 119, die Pfeile verließen den König, d. i. sie gingen ihm aus, singen an ihm zu fehlen, wie deficere, entwickelt sich die intr. Bdtg fehlen, οὔ τί πω ἔλιπεν ἐκ τοῦδ' οἴκου πολύπονος αἰκία Soph. El. 505, u. ähnlich λείπει μὲν οὐδ' ἃ πρόσϑεν ᾔδεμεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' εἶναι, es fehlt Nichts daran, daß es nicht seufzerreich ist, O. R. 1232; vgl. βραχὺ λείπει τοῦ μὴ συνάπτειν αὐτῷ, Pol. 2, 14, 6. 10, 17, 12; aus Hom. rechnet man hierher ψυχὴ λέλοιπε, πάντα λέλοιπε, das Leben, Alles ist dahin, Od. 14, 134. 213, wo man aber dem sonstigen Gebrauche Homer's gemäß besser ὀστέα, με, ergänzt; τὸ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων Eur. Herc. F. 133; οὔποτ' ἔρις λείψει κατ' ἀνϑρώπων πόλεις Mel. 1157; τὸν λιπόντα προαιρείσϑωσαν αἱ τέτταρες φυλαὶ ὅϑεν ἂν ἐκλίπῃ Plat. Legg. VI, 759 e, vgl. V, 728 a; öfter bei Pol. τὸ λεῖπον, das Fehlende, 4, 38, 9, τὰ λείποντα τοῦ βίου ἀναπληροῦν, 13, 2, 2; συνέβαινεν αὐτὸν οὐ πολὺ λείπειν τῶν ἐννενήκοντα ἐτῶν 12, 16, 13; μικρῷ λείπουσιν ἑπτακοσίοις σκάφεσιν ἐναυμάχησαν, mit beinahe siebenhundert Schiffen, woran nur wenig fehlte, wie sonst δεῖν construirt wird; Sp. – Pass. λείπομαι, zurück gelassen werden, zurückbleiben, übrigbleiben, οἱ δ' οἶοι λείπονται ἐπὶ πρώτῃσι ϑύρῃσι Od. 22, 250, τριτάτη δ' ἔτι μοῖρα λέλειπται, ist noch übrig, Il. 10, 453, εἴ τί τοι ἔγχος ἐνὶ κλισίῃσι λέλειπται 13, 256, ἐμοὶ δὲ μάλιστα λελείψεται ἄλγεα λυγρά 24, 742, wird übrig bleiben; so Eur. Or. 1039; Xen. An. 2, 4, 5; auch λείψομαι, Plat. Charm. 176 b; aber λειφϑήσομαι, eigtl. pass., Soph. Phil. 1071; so auch aor. med., αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ, ich blieb zurück; bes. nach Jem. Tode hinterbleiben, Hom., der es auch mit κατόπισϑε u. μετόπισϑε vrbdt, Il. 3, 160. 22, 334 Od. 9, 45, wie Plat. Rep. II, 363 d γένος κατόπισϑε λείπεσϑαι τοῦ ὁσίου sagt; στρατὸν δέχεσϑαι τὸν λελειμμένον δορός Aesch. Ag. 503; σοῦ λελειμμένη, von dir verlassen, ohne dich, Soph. Ant. 544; ἐμοὶ γὰρ οὐδ' ὃ πᾶσι λείπεται βροτοῖς, ξύνεστιν ἐλπίς Eur. Troad. 676; κτεάνων λειφϑεὶς καὶ φίλων Pind. I. 2, 11, ohne Freunde; in Prosa, αὐτόνομοι ἐλείφϑημεν, wir blieben frei, Thuc. 3, 11; ἡττηϑέντων δὲ αὐτῶν οὐδεὶς ἂν λειφϑείη, keiner dürfte wohl übrig bleiben, d. i. mit dem Leben davonkommen, Xen. An. 3, 1, 2; mehr medial zu fassen ἐλείποντο τῶν στρατιωτῶν οἱ διεφϑαρμένοι ὑπὸ τῆς χιόνος τοὺς ὀφϑαλμούς, sie blieben zurück, 4, 5, 12; οἱ λειπόμενοι, die Hinterbliebenen, Plat. Henez. 246 c; λείπεται περί τινος, es bleibt übrig, davon zu reden, Theaet. 157 e; so bes. häufig S. Emp. λείπεται (ἄρα, οὖν) λέγειν. – Bes. im Wettlaufe, Wettfahren zurückbleiben, Il. 23, 407. 409 Od. 8, 125; τινός, hinter Jem. im Laufe zurückbleiben, Il. 23, 523; λελειμμένος οἰῶν, hinter den Schaafen zurückgeblieben, Od. 9, 448; λείπετο Μενελάου δουρὸς ἐρωήν, er blieb hinter Menelaus eine Speerwurfsweite zurück, Il. 23, 529; eben so ἐς δίσκουρα λέλειπτο ib. 523; auch ἀπό τινος λείπεσϑαι, fern von ihm, getrennt von Einem bleiben, Il. 9, 437. 445, wie Soph. λείπου μηδὲ σὺ – ἀπ' οἴκων, Tr. 1265; vgl. Hermesianax bei Ath. XIII, 597 f; Her. 9, 66 u. öfter; auch von einer Unternehmung fern bleiben, sich davon ausschließen, keinen Theil daran nehmen, 7, 229. 8, 44. 9, 19; κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελειμμένοι, nicht weit hinter ihnen zurückgeblieben, Aesch. Prom. 859; ὑστέρῳ ποδὶ ἐλειπόμεσϑα Eur. Hipp. 1244, öfter; εἶπον τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσϑαι Thuc. 1, 131; ἕπεσϑε, κἂν λειφϑῆτε τῷ στίβῳ τῶν ἵππων ἕπεσϑε Xen. An. 7, 3, 43, wenn ihr nicht mitkommen könnt u. zurückbleibt; – dah. übh. Einem nach stehen, geringer, schwächer sein, unterliegen, μή σοι δοκοῦμεν τῇδε λειφϑῆναι μάχῃ; Aesch. Pers. 336; gew. τινός, λείπομαί σου γνώμῃ Eur. Suppl. 904, öfter; τῶν ὧν τέκνων λείποιτο πρὸς τόξου κρίσιν, er werde von ihnen in der Bogenkunde übertroffen, Soph. Tr. 265; auch ἦ πολὺ λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, Eur. Or. 1085; ὅκως μὴ λείψομαι τῶν πρότερον γενομένων ἐν τιμῇ τῇδε Her. 7, 8, 1; τὸ ναυτικὸν τὸ ἡμέτερον λεί ψεσϑαι τοῦ ἐκείνων 7, 48; καμήλους ταχυτῆτα οὐ λειπομένους ἵππων 7, 86; ξύνεσιν οὐδενός Thuc. 6, 72; δύναμις λειπομένη τῶν νῦν, geringer als, 1, 10; δεῖ τὰς ἐνϑάδε κολάσεις μηδὲν τῶν ἐν Αἵδου λείπεσϑαι, sie dürfen denen im Hades nicht nachstehen, nicht gelinder sein, Plat. Legg. IX, 881 b; πλήϑει ἡμῶν λειφϑέντες, an Zahl schwächer als wir, Xen. An. 7, 7, 31; Sp., λειπόμενοι μάχῃ Pol. 3, 85, 8; πολύ τι λειπόμενοι κατὰ τὴν ἐμπειρίαν 6, 52, 8. – Med., bes. aor. II., hinter sich zurücklassen, hinterlassen, οὔκουν τιμωροὺς ἐμοὺς χρῄζω λιπέσϑαι Eur. Herc. F. 169; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 955; öfter bei Her., μνημόσυνον τόδε ἐλίπετο, er ließ es als ein Andenken an sich zurück, 1, 186. 2, 136, vgl. 7, 24. 2, 134, wie μνημόσυνα λιπέσϑαι ἐς τὸν ἅπαντα ἀνϑρώπων βίον, 6, 109. So auch οὓς ἐμαυτῷ ἐλιπόμην διαδόχους Plut. Aem. P. 36.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υστερώ — υστερώ, υστέρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υστερώ — όω, Μ υστερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. ὑστερώ, κατά τα συνηρημένα σε όω]. ὑστερῶ, έω, ΝΜΑ [ὕστερος] 1. καθυστερώ, αργοπορώ 2. μτφ. είμαι κατώτερος, υποδεέστερος σε κάτι έναντι άλλου 3. (α. «υστερεί τού αδελφού της ως προς τη μνήμη» β.… … Dictionary of Greek
υστερώ — υστέρησα, υστερημένος 1. αμτβ., μένω ύστερος, μένω πίσω, καθυστερώ, αργοπορώ. 2. μτφ., είμαι ύστερος, κατώτερος κάποιου, υπολείπομαι, μειονεκτώ: Υστερεί απ τη φίλη της. 3. μτφ., δεν επαρκώ σε κάτι, είμαι ανεπαρκής για κάτι, είμαι ελαττωματικός,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑστερῶ — ὑστερέω to be behind pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑστερέω to be behind pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέρω — ὕστερον the afterbirth neut nom/voc/acc dual ὕστερον the afterbirth neut gen sg (doric aeolic) ὕστερος latter masc/neut nom/voc/acc dual ὕστερος latter masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέρῳ — ὕστερον the afterbirth neut dat sg ὕστερος latter masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέρωι — ὑστέρῳ , ὕστερον the afterbirth neut dat sg ὑστέρῳ , ὕστερος latter masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφυστερώ — ἐφυστερῶ, έω (Α) 1. υστερώ, καθυστερώ («ὅσα ἐφυστερήκει τοῑς καιροῑς», Ιώσ.) 2. γίνομαι ύστερα 3. (με γεν.) μένω πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑστερῶ (< ὕστερος)] … Dictionary of Greek
καθυστερώ — (AM καθυστερῶ, έω) 1. μένω πίσω, υστερώ, υπολείπομαι σε κάτι (α. «καθυστερεί στα μαθηματικά» β. «περὶ τἆλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῆ φύσει καὶ τῆ κατασκευῆ», Πολ.) 2. αργώ να φθάσω κάπου, αργοπορώ (α. «το πλοίο καθυστερεί» β. «οὗτος μὲν ὑπελείπετο … Dictionary of Greek
καταδέω — (I) καταδέω (Α) 1. δένω στερεά («ἵππους μὲν κατέδησαν... ἱμᾱσι φάτνη ἐφ ἱππείῃ» Ομ. Ιλ.) 2. περιδένω, περιτυλίγω («θραῡμά ἐστι καταδῆσαι», ΠΔ) 3. βάζω σε δεσμά, φυλακίζω («συνέλαβε σφέας καὶ κατέδησε», Ηρόδ.) 4. καταδικάζω κάποιον για έγκλημα 5.… … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek